- γάββρος
- Πέτρωμα εκρηξιγενές εκχύσεων, σκούρου χρώματος, με ιστό γρανιτοειδή, σε μεγάλους κρυστάλλους. Ο τυπικός γ. αποτελείται από έναν βασικό πλαγιόκλαστο (λαβραδόριο ως ανορθίτη) και από διαλλαγή ή άλλα ορυκτά της ομάδας των πυροξένων και σπανιότερα αμφιβόλων. Στον γ. συνυπάρχουν βιοτίτης, αυγίτης, κεροστίλβη, ορθαυγίτης και ολιβίνης και, ανάλογα με την ορυκτολογική του σύσταση, διακρίνονται διάφορα είδη γ., όπως ο ολιβινικός, ο νορίτης, ο κεροστιλβικός, ο βιοτιτικός κλπ. Ο χαλαζίας λείπει στον τυπικό γ. και εμφανίζεται μόνο στις όξινες μορφές ως δευτερεύον ορυκτό. Τα γαββρικά μάγματα έχουν μεγάλη ρευστότητα, κρυσταλλώνονται σε χαμηλή σχετικά θερμοκρασία και παρουσιάζουν μεγάλη τάση μαγνητικής διάσπασης, δηλαδή εκλεκτική ορυκτολογική συγκέντρωση κατά περιοχές, η οποία συμβαίνει κατά τη διάρκεια της κρυστάλλωσης του μάγματος, εξαιτίας της βαρύτητας, της μεταβολής θερμοκρασίας κλπ. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί ο πλουτωνίτης του Χάργκερ Μπρόκεν της Γερμανίας, που παρουσιάζει κατά περιοχές όλους τους τύπους των γ., δηλαδή γ., νορίτη, ολιβινικό γ., ολιβινικό νορίτη κλπ.
Τα γαββρικά πετρώματα εμφανίζονται στη φύση ως παχιά εκχύματα μέσα στις βαθύτερες ζώνες της λιθόσφαιρας, ως φλέβες ή ως σωροί. Στις δυτικές Άλπεις είναι διαδεδομένα ως κύρια συστατικά του σχηματισμού των πρασινολίθων που υπάρχουν και στην Ελλάδα, π.χ. στην Αττική, και μαζί με τις διαβάσες, τους περιδοτίτες και τη σερπεντίνη αποτελούν τη φάση των οφιολιθικών πετρωμάτων. Στην Πίνδο, στη ζώνη του ηωκαινικού φλύσχου, στη Θράκη και στη Μακεδονία, μέσα σε μεταμορφωμένα παλαιοζωικά στρώματα υπάρχουν γ. Οι γ. παρέχουν σε ορισμένες περιοχές κοιτάσματα νικελούχων μεταλλευμάτων (Καναδάς), μαγνητίτη, ιλμενίτη και απατίτη (Σκανδιναβία) και μεταλλευμάτων χρωμίου (Αφρική) και τότε παρουσιάζουν οικονομικό ενδιαφέρον. Η κατεργασία των γ. είναι δύσκολη, γι’ αυτό η χρήση τους στη δομική είναι σπάνια και τοπικής φύσης, οπότε χρησιμοποιούνται ως πέτρα διακοσμητική (μαύρος γρανίτης), στην οδοποιία και σπανιότερα ως μυλόπετρες.
Το εκρηξιγενές αυτό πέτρωμα αποτελείται κυρίως από πυροξένους (σκουρόχρωμα ορυκτά) και πλαγιόκλαστα (ανοικτόχρωμα ορυκτά).
Dictionary of Greek. 2013.